- ἐλέγχομαι
- ἐλέγχωdisgracepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελέγχομαι — ελέγχομαι, ελέγχθηκα και ελέγχτηκα, ελεγμένος βλ. πίν. 32 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογοθετώ — λογοθετῶ, έω (AM) [λογοθέτης] 1. καλώ κάποιον σε λογαριασμό 2. παθ. λογοθετοῡμαι καλούμαι να δώσω λογαριασμό, ελέγχομαι μσν. ασκώ το αξίωμα τού λογοθέτη αρχ. τηρώ λογαριασμούς … Dictionary of Greek
μαστιγονομούμαι — μαστιγονομοῡμαι, έομαι (Α) [μαστιγoνόμος] κυβερνώμαι, ελέγχομαι, διοικούμαι με τη μάστιγα, όπως οι δούλοι … Dictionary of Greek